- κιτρᾶτον
- κιτρᾶτον, τό,A spiced drink prepared from citron, Alex.Trall.8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιτράτον — κιτράτον, τὸ (Μ) [κίτρον] αρωματώδες φάρμακο που παρασκευαζόταν από κίτρα … Dictionary of Greek
κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο … Dictionary of Greek
μαστιχάτον — μαστιχᾱτον, τὸ (Α) ποτό παρασκευασμένο από μαστίχα («τῶν δὲ προπομάτων ἄριστόν ἐστι τὸ κονδίτον... ἢ κιτρᾱτον ἢ μαστιχᾱτον», Αλέξ. Τραλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. ᾶτον (< λατ. επίθημα atum)] … Dictionary of Greek
κιτράτου — κιτρά̱του , κιτρᾶτον spiced drink prepared from citron neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)